Πέμπτη, Ιουλίου 27

Τριριφρίτ τσιριφρότ τσιτρότ
το τραγούδι, μας πηδώντας τις φωτιές,
μουρμουράω...
αφήνω πίσω ένα παιδί

Στην κούνια σου, γίνε κερί
και πρόσεχε μάτια μου
χάζευε τα υφαντά...
τριριφρίτ τσιριφρότ τσιτρότ

Δίχως άλλο έχω εσένα
τριριφρίτ τσιριφρότ τσιτρότ
σφύριξέ μου και σφυρίζω στο είναι μου
το είσαι σου να αγκαλιάσει

Τριριφρίτ τσιριφρότ τσιτρόΤ

καλο μου και κακο μου παιδι...
τριριφρίτ τσιριφρότ τσιτρότ

Κυριακή, Ιουλίου 23


Κρύφτηκα στη νύχτα σου να μη με δουν οι σκιές της ημέρας μου, παραδόθηκα και έχασα ένα από τα δάχτυλά μου. Σέρνομαι και σύρθηκα, υπνοβάτης στο κρεβάτι του πόθου σκεπάζοντάς το με αγάπες και μεταξωτά όνειρα. Τώρα το αίμα κυλάει και μελτέμια σέρνουν το καράβι της απόλυτης αρνησής μου. Φθίνουσα πορεία σε ανώμαλο έδαφος, ανύπαρκτο υπέδαφος και στις πτυχές το τέλος του κόσμου. Πριν τη δύση πάλι δύση και περιμένω σε μισή ώρα άλλη μία. Και άλλες δύο νά 'τανε εγώ θα τις χάζευα και θα τις μέτραγα.
"Και όταν το είδα τότε κατάλαβα ότι το αίμα αυτό ήταν δικό μοΥ''

Μπλέχτηκα πάλι και πως να σε λύσω, έχασα το δάχτυλό μου και με έχασε και αυτό. Δεν το βρίσκω ούτε καν στο συρτάρι που πετάω αυτά που θέλω να χάσω. Εκεί στο κομοδίνο. Δίπλα μας. Κυλάω και εγώ. Πτυχές και γρατζουνισμένες Αναμνήσεις, όλα εκεί μαζεμένα. Να μου θυμίζουν πως εδώ τα βρήκα και τα έχασα. Γλιστράω από το προσκέφαλο και κάτω. Γλιστράω σε έναν λύθαργο απόλυτο. Φιάσκο η νύχτα και τό 'ξερα από το πρωί. Όταν το δάχτυλό μου αρνήθηκε. Και άρχισα να γράφω με δυσκολία:

Κρύφτηκα στη νύχτα σου να μη με δουν οι σκιές της ημέρας μου, παραδόθηκα και έχασα ένα από τα δάχτυλά μου. Σέρνομαι και σύρθηκα, υπνοβάτης στο κρεβάτι του πόθου σκεπάζοντάς το με αγάπες και μεταξωτά όνειρα. Τώρα το αίμα κυλάει και μελτέμια σέρνουν το καράβι της απόλυτης αρνησής μου. Φθίνουσα πορεία σε ανώμαλο έδαφος, ανύπαρκτο υπέδαφος και στις πτυχές το τέλος του κόσμου. Πριν τη δύση πάλι δύση και περιμένω σε μισή ώρα άλλη μία. Και άλλες δύο νά 'τανε εγώ θα τις χάζευα και θα τις μέτραγα."Και όταν το είδα τότε κατάλαβα ότι το αίμα αυτό ήταν δικό μοΥ''
Μπλέχτηκα πάλι και πως να σε λύσω, έχασα το δάχτυλό μου και με έχασε και αυτό. Δεν το βρίσκω ούτε καν στο συρτάρι που πετάω αυτά που θέλω να χάσω. Εκεί στο κομοδίνο. Δίπλα μας. Κυλάω και εγώ.
Πτυχές και γρατζουνισμένες Αναμνήσεις, όλα εκεί μαζεμένα. Να μου θυμίζουν πως εδώ τα βρήκα και τα έχασα. Γλιστράω από το προσκέφαλο και κάτω. Γλιστράω σε έναν λύθαργο απόλυτο. Φιάσκο η νύχτα και τό 'ξερα από το πρωί. Όταν το δάχτυλό μου αρνήθηκε.

Να με αγγίξει

Δευτέρα, Ιουλίου 17

Γυρίζει στους δρόμους της. Άδειοι. Και η νύχτα της βαριά τόσο που οι ώμοι της λυγίζουν. Οι περαστικοί είναι πάντα οι ίδιοι, πάντα γνώριμοι. Λατρεύει να τους χαζεύει. Να υποθέτει τις ζωές τους. Η αγαπημένη της είναι η κυρία Σκύλου. Πάντα την ίδια ώρα, στην ίδια διαδρομή, αδύνατη με κανελί μαλλιά να βγάζει βόλτα το κανελί σκυλί της. Είναι αλήθεια. Μοιάζουν τόσο πολύ. Έτσι πίστευε μέχρι τη μέρα που το κανελλόσκυλο πέθανε και η κοκκάλω πήρε ένα άλλο...ξανθό...και έγινε και αυτή ξανθιά...και πάλι του έμοιαζε. Μα τα σκυλιά δεν έμοιαζαν καθόλου μεταξύ τους. Της άρεσε να φτιάχνει τραγούδια με ό,τι έβλεπε γραμμένο στις επιγραφές, στις ταμπέλες. Τα ένωνε με τόσο αστείο τρόπο και γελούσε μόνη της στα πεζοδρόμια.
''Καθαριστήρια Ιάκωβος και Stop στην Οδό Ναρκίσσου για ένα σουβλάκι στα Τρία Αδέλφια..''
Σημάδευε τις διαδρομές με τις επιγραφές neon, τις έλεγε σύμβολα για να μη χάνεται...αλλά πόσες να 'ταν και αυτές, διαρκώς χαμένη την έβρισκες. Εντελώς.

Σε ένα bar. Γλυκιά και ντροπαλή να κάθεται κοιτώντας τους γύρω της. Τώρα να φτιάχνει άλλες ιστορίες.
''Τι να σκέφτονται οι άλλοι για μένα''
Οι αντροπαρέες δεν την βόλευαν σε αυτό το παιχνίδι, της ήταν πολύ εύκολο να μπει στο μυαλό τους. Αλλά ο παππούς απέναντι...Αρχίζει να ξεχνάει για λίγο τους κανόνες της και σκέφτεται τη ζωή του. Στενοχωριέται.Τελειώνει. Όταν δεν της κάθεται το παιχνίδι πηγαίνει στη μπάρα...Μιλάει στην άγνωστη δίπλα της. Γελάνε για όλο το βράδυ. Μέχρι που τις πιάνουν τα κλάματα για όλα αυτά που έχασαν και δεν ξέρουν αν θα τα ξαναβρούν...inside everybody is hiding something...Τα πόδια της κρέμονται και η ανάσα της κόβεται σε μικρές, μικρές ανασούλες, ανήμπορες όπως και τα θέλω της και πρέπει να φύγει όσο πιο αθόρυβα γίνεται, ένοχη και ύπουλη πλέον, χωρίς ούτε ένα ''γεια'' στην σαραντάρα αποτυχημένη συγγραφέα που το όνομά της άρχιζε απο έψιλον...Ελίνα...Ελένη...Έλλη...Ε...φτασε

Στο σπίτι. Ούτε λόγια. Ούτε φώτα. Ούτε ιστορίες. Κρύο. Βάζει την αγαπημένη της γαλάζια ζακέτα. Της θυμίζει το Cafe de la Paix στην αγαπημένη της Boulevard des Capucines. Εκεί που πάντα έφτιαχνε τις πιο ωραίες ιστορίες. Έβλεπε τους πιο ωραίους περαστικούς πρωταγωνιστές της. Εκεί τον είχε δει....και του χε φτιάξει την ιστορία του. Και εκείνος χαμογέλασε. Η βρύση πάντα στάζει και την αφήνει για να νομίζει ότι γι' αυτό δεν κοιμάται τις νύχτες. Και ξαναβγήκαν. Τρύπες σε όλους τους τοίχους. Της αρέσει να καρφώνει. Και μετά τα βαριέται. Αφού ο χρόνος πάντα της ξεφεύγει. Και ερωτεύτηκαν. Σαν μικρά παιδιά που ανοίγουν τα καινούργια τους παιχνίδια, ήταν η μέρα που κάνανε έρωτα.Την ίδια μέρα. Και της χάρισε ένα παιδικό βιβλίο.Την άλλη μέρα. Το έχει ακόμα. Χαμένο κάπου που να ξέρει που να το βρει. Και να το αγαπήσει. Και του είπε την ιστορία του.

Και απόψε διαβάζει όλο το βιβλίο. Μέχρι να τη χτυπήσει η ημέρα.
''Η περιπέτεια της Περιπέτειας''.
Η βρύση φταίει που στάζει. Οι θόρυβοι της πόλης. Το σπίτι που διαστέλλεται και τρίζει.
Η ιστορία δύο παιδιών που φιλοξενούσαν την Περιπέτεια. Ένα πλάσμα που έφτιαχνε ιστορίες. Μαγικές και πολύχρωμες. Με αστέρια ροζ και γαλάζια να παίζουν κρυστάλλινη μουσική και δράκους να μεγαλώνουν μέσα σε γλάστρες. Και μια μέρα της ζήτησαν να τους πει τη δικιά της ιστορία. Τους την είπε και έκλαψε.
''Είναι ο νόμος που κανείς δεν μπορεί να τον αλλάξει. Όταν μια Ιστορία όπως εγώ διηγηθεί την ιστορία της την ίδια, η ελευθερία τελειώνει...'' και χάθηκε μια για πάντα
Όπως και εκείνος.
θα θυμάται εκείνο το φιλί στο πάρκο
θα θυμάται την ιστορία του
θα θυμάται τα δώρα που ανοίξανε μαζί

Δεν έπρεπε να του την είχε πει.






''Η περιπέτεια της Περιπέτειας'' είναι ένα υπέροχο παιδικό βιβλίο της Ελένης Μαντέλου

Σάββατο, Ιουλίου 15

Μία ανάσα βαριά και μια ησυχία που την κάνει ακόμα πιο εκκωφαντική, τόσο ώστε να παρακαλάς να μην είχες γεννηθεί για να την ακούσεις. Τα βήματα του σέρνονται σαν να κουβαλάει αλυσίδες και οι ώμοι του κρεμασμένοι σε ένα κορμί που μοιάζει στραπατσαρισμένο…άκαμπτο και στεγνό. Περπατάει και δεν τον νοιάζει που θα φτάσει, αν θα φτάσει και πότε. Ο χρόνος έχει σταματήσει για εκείνον…από τότε…που η ζωή του κρίθηκε… τόσο άδικα.

΄΄Στη ζωή παίρνεις πάντα αυτό που σου αξίζει΄΄…

΄΄Μαλακίες. Δηλαδή αυτό μου άξιζε; Ένα σκοτάδι να με πνίγει…Μια ομίχλη να με καλύπτει…Δεν μπορώ να το δεχτώ…Και ας προσπάθησα να το αγαπήσω…Να αγαπήσω αυτό που έγινα…και ας είναι άχρωμο…σχεδόν αόρατο…τόσο αποκρουστικό που…και όσοι με ξέρουν ούτε με το όνομά μου δεν θέλουν να με φωνάζουν, όταν αναφέρονται σε μένα. Και ποτέ μπροστά μου…Άλλωστε δεν μου έχει μείνει κανείς πια…΄΄

Τα βήματά του είναι ακόμα αργά, μα πιο αργή είναι η σκέψη του. Τόσο που μάλλον έχει σκουριάσει. Κάθε φορά που θέλει να μιλήσει στον εαυτό του κάτι τρίζει, μια παλιά μηχανή, κλεισμένη σε ένα υγρό υπόγειο μαζί με τόσα άλλα θολά πια από την σκόνη αντικείμενα. Σε ένα υπόγειο…σαν και αυτό στο οποίο ζει.

΄΄Ζω…Τι κουτό΄΄

΄΄Αφού ζεις όλα μπορούνε να γίνουν' '…

΄΄Μαλακίες. Τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Έχω γνωρίσει αμέτρητους ανθρώπους που θα ήθελαν να μην είχαν γεννηθεί ποτέ, γιατί η ζωή τους φέρθηκε όπως μόνο ένας άνθρωπος θα μπορούσε. Με μίσος…΄΄

Σκοντάφτει σε ένα κομμάτι σάρκας…Κρέας μισοτελειωμένο στο πάτωμα….και μια μυρωδιά…τόσο γνώριμη. Για μια στιγμή στέκεται…όπως ο απελπισμένος στον γκρεμό πριν πηδήξει. Σε μια τόσο μάταιη στάση…

΄΄Έχω και εσένα…Να σε προσέχω για να με προσέχεις…Μαλακίες. Σε έχω για να σε φοβούνται οι άλλοι. Και μαζί με εσένα να φοβούνται και εμένα…ακόμα περισσότερο. Είσαι όμως πιστός…μόνο εσύ ξέρεις…΄΄

Το φως δεν έχει αγγίξει τίποτα γύρω του…Δεν το αντέχει πια…Και δεν ξέρει αν είναι επειδή τον τρομάζει να βλέπει τα όμορφα…Η ομορφιά είναι μια ιστορία γι' αυτόν. Την ξέρει, την έχει ακούσει…μα δεν την ζει.

΄΄Όχι! Αυτό είναι ψέμα…Την ομορφιά την ζώ. Μέσα από τα μάτια της γυναίκας που με ζήλο ποθώ και διεκδικώ' '

΄΄Την ομορφιά την κρύβει ο καθένας μέσα του και δεν πρέπει να την ψάχνει σε άλλους΄΄

΄΄Μαλακίες. Η ομορφιά για μένα είναι μια λέξη που δυσκολεύομαι ακόμα και να την προφέρω…Ακόμα και όταν κοιτώ εκείνη είναι σαν να πέφτουν αστραπές στο σκοτάδι…τα μάτια μου δεν αντέχουν.΄΄

Ο διάδρομος είναι ατελείωτος. Τα ρολόγια σταματημένα. Στα μαύρα του ρούχα τυλιγμένος,περικυκλωμένος κυκλοφορεί ,η σκιά…Μια σκιά ψεύτικη …ονειρική ή εφιαλτική. Η αληθινές σκιές προϋποθέτουν φως, λάμψεις, αντανακλάσεις, λαμπυρίσματα…μα που…

΄΄Μα πως…πάλι θα την χάσω' '

΄΄Γιατι; Πότε την είχες;' '

΄΄Δεν είμαι μαλάκας. Ξέρω τι μου γίνεται…Ποιος θέλει να ζει έτσι μαζί μου; Κανείς…ούτε καν εγώ…΄΄

Η τρέλα του χτυπάει συχνά την πόρτα. Μέσα στο κεφάλι του κουβαλάει τους στεναγμούς και τις απουσίες μιας ολόκληρης ,σχεδόν, ζωής. Η ψυχή του περπατάει ακόμα πιο αργά από τον κορμί του. Έχει γεράσει τόσο…έχει μείνει ένα ίχνος της, μια ανατριχίλα…και μια θλίψη για όλα όσα δεν γεύτηκε. Για πράγματα που είναι εκεί έξω. Που τα βλέπει μα δεν μπορεί να τα αγγίξει. Ένα γαύγισμα ακούγεται…Και η σιωπή για λίγο σπάει λες και οι τοίχοι ρουφάνε τον ήχο…τόσο γρήγορα πάλι η σιωπή βασιλεύει.

΄΄Να τη…την βλέπω. Σαν ξένη. Σαν υδράργυρος…μου γλιστράει από τα χέρια. Και δεν μπορώ να κάνω τίποτα.΄΄

Την βλέπει ακόμα αχνά. Μια φιγούρα θηλυκή, αέρινη με μια αίσθηση ωκεανού. Κάθεται…εκεί. Μόνη.

΄΄Όπως θα κάθομαι και εγώ από αύριο΄΄

Ένα φλιτζάνι αχνίζει δίπλα της…Α, και άλλο ένα…Μπαίνει στο δωμάτιο. Κάθεται. Η σιωπή παίζει πάλι την πρωταγωνίστρια σε ένα έργο κακοστημένο. Την κοιτά. Πίνει μια γουλιά. Τα φλιτζάνια αχνίζουν. Την κοιτά ξανά. Δεν μιλάει κανείς. Εκείνη δεν σηκώνει καν το ποτήρι…δεν πίνει γουλιά…Θέλει μόνο να φύγει.

΄΄Θες να φύγεις ε; Δεν σε αδικώ.΄΄

Δεν του ρίχνει ούτε ματιά. Τα μάτια της είναι υγρά. Η ανάσα της κοφτή και η σκέψη της μακριά. Μακριά από εκείνον. Και εκείνος το ξέρει…και τον πονάει…οι αλυσίδες λύθηκαν από τα πόδια και σφίγγουν τώρα την καρδιά του…

΄΄Φύγε! Να μη σε βλέπω όμως να φεύγεις…Και όταν θα φτάσεις στην μάνα σου ,να της πεις πως σε οκτώ μήνες από τώρα ,θα ξυπνάς το πρωί και θα σερβίρεις ,και πάλι, πρωινό στον Πλούτωνα.' '

Παρασκευή, Ιουλίου 14

προστάτεψέ μας...θα κάνω κι εγώ το ίδιο
θα συνεχίσω να τρέχω στα χέρια σου απ'το ξυλάκι μου
είναι ακόμα εκέι που το άφησα

ορκίζομαι στην ιδέα που έχεις για μένα
όρκος διπλός

αν κάποτε μικρύνεις μπροστά μου
αν κάποτε μικρύνω μπροστά σου

να ζητήσω τον λόγο για τη στάση μου
να ζητήσω τον λόγο για τη στάση μου

να σου κάνω για δώρο
να σου κάνω για δώρο

ξεπερνώντας τα μέτρα μου
ξεπερνώντας τα μέτρα μου

ό,τι πιστεύεις πως είμαι
την αγάπη μου







θέλω να θέλω να φεύγω μικραίνω θέλεις να μπορώ να θέλω ποτέ ίσως μπορεί αλληθωρίζω κοιτάζομαι αποφασίζω να θέλω πότε ποτέ μια φορά μια φόρα με εκτιμάς με θες θέλω θέλω θέλω θέλει ό,τι θέλει αυτή εσύ εγώ θέλω εμείς κοιτάζομαι εμείς αν θέλω να τρέχω νιώθω με αφήνεις σε άφησα και πότε ποτέ μια μέρα σε θέλω να μένεις πολυ λίγο τόσο όσο η αγάπη να θέλει σε βρίσκω κράτα ένα θέλω δικό σου δικό μου του νερού δικού μας ανάποδου απόλυτου απλά να θέλουμε.

Τετάρτη, Ιουλίου 12

Αποφάσισα να φτιάξω έναν πύργο
πιο ψηλό από την αγάπη μου για σένα
..........................................
Αποφάσισα να ανέβω στην κορυφή του
και να δω την αγάπη μου για σένα από ψηλά
............................................
Αποφάσισα πως είμαι ένας κακομοίρης
αφού πίστεψα σε μια τόσο μεγάλη αγάπη
..............................................
Αποφάσισα πως αρκούσαν δύο όροφοι
για να μπορώ απλά να τη διακρίνω
................................................
Αποφάσισα πως η αγάπη μου για σένα
δεν είναι μικρή
...................................................
Αποφάσισα και την ονόμασα βαθιά...
................................................
εσύ τι Αποφάσισες...;

Κυριακή, Ιουλίου 9

Έσκαψα στις ρίζες του σκουριασμένου σου Δέντρου
με σπασμούς κράταγα το κουτάλι
και έσκαβα και τράβαγα απ'τα μαλλιά τη νύχτα
μέχρι που έπαθε ατύχημα το χώμα ,ο καρπός μου
ατύχημα, δυστύχημα τα φύλλα όλα πεσμένα, οι καρποί του
σαπίλα και έντομα...να λερώνουν τα παπούτσια μου
και έσκαβα ακόμα πιο ιδρωμένος πιο αλμυρός και από σένα
πιο αδύναμος και από τη θέλησή μου, έσκυψα και λύσσαγα

Τραύματα να ματώνουν και να ποτίζουν το οξειδωμένο σου φυτό
ήθελα να τσιρίξω και ρούφαγες τους φθόγγους μου
και πάλευα ακόμα σαν αγρίμι να σε διαλύσω, όχι να σε κόψω
να σε ξεριζώσω, πόναγες και μού δινες κουράγιο, πείσμα
στο πείσμα και οφθαλμός αντί οφθαλμού, τα μάτια θα σου βγάλω
μέχρι να παρακαλάς να σταματήσω

''σε παρακαλώ, σταμάτα''
''παρακάλα με και συνεχίζω''

Είμαι ήδη βαθιά και σε ακούω να αγκομαχάς,
αγκομαχάει και το κουτάλι,η μέση ,η ανοησία
και η παλάμη μου γερασμένη
ματωμένη, σκουριασμένη, γεμάτη χώμα και μούχλα
αλλά
ανίκητη
Πιο δυνατή από ποτέ γιατί σε απεχθάνεται

''Σ'αρέσει τώρα που σε βλέπω να καίγεσαι;''

Πανάθεμά σε Κυριακή ,που φύτρωνες για να με ξεριζώσεις
ήρθε η σειρά σου και θα ναι πάλι Κυριακή...
και θα είναι η χειρότερη της ζωής σου όσο και η τελευταία
σε ρίχνω

1....
2....
3....

''ΠΕΦΤΕΙ'' ούρλιαξα
τόσος πόνος γαμώτο
και δεν τό θελα
μα το άξιζες
και κλαίω πάνω από το ξερίζωμά σου
το δημιούργημά μου
είναι ο θάνατός σου
το δημιούργημά σου
ο δικός μου
σε πρόλαβα κάθαρμα

τους καρπούς και τα έντομα στα χαρίζω
και αν είναι πεταλούδες, θα τις πάρεις πατημένες

Πέμπτη, Ιουλίου 6


Σιρόπια να στάζουν από τα δάχτυλά μου,
σε μια γειτονιά που καταλήγει στη ζωή μου.
Περπατάνε άνθρωποι παντού,

γονείς των γονιών μου και άλλων γονιών και στάζουν και εκείνοι.
Το ψυγείο με τα ξυλάκια ΑΣΤΥ στο βγάλανε , παππού μου,

αφήσαν όμως το πεζούλι που διάβαζα και μάσαγα.
Μπορεί να μην μπορώ να θυμηθώ τα πρόσωπά σας

αλλά τα θυμούνται οι επιλογές μου
και η γεύση μου, κάθε φορά που τρώω μαλεμπί.

Άχνη ζάχαρη, αχνή και ξέξασπρη
Ροδόνερο, μύρο μου μυρωδάτο

Σε ένα χέρι βαρύ, με βαριά βραχιόλια πολίτικα, κρατιόμουν.
Όλους μας κρατούσες ,γιαγιά , δεμένους με σκοινιά μα λύνονται.
Και τα μπακίρια μαυρίζουν δίπλα στο σαμαβάρι.
Στο κομοδίνο χάσαμε τα μαλαματένια σου

και στη κουζίνα ο ντουντουκλής έπαψε να τραγουδάει με τη Ρίτα.
Χαΐρι δεν βρήκαμε, νυχτώσαμε πάνω στις κεντημένες νταντέλες.
Ακόμα φαντάζομαι την Πρίγκιπο σαν το ομορφότερο μέρος στον κόσμο,

εκεί θέλω να πάω και να μου τραγουδάς σαν άγγελος κρατώντας τη βελόνα.
Και δεν θα σου ξανακρυφτώ ποτέ…

για να βλέπεις τα σιρόπια που τρέχουν απ' τα μάτια μου.

Τρίτη, Ιουλίου 4

Πρακτικές απόλυτης σύγχισης
  1. Κοιτάζω μα δεν βλέπω,αντιλαμβάνομαι...;
  2. Σε αγαπάω αλλά μπορώ μόνο να στο γράψω,να το πω...;
  3. Με κοιτάς και σε κοιτάω στα μάτια,το χρώμα τους είναι...;
  4. Σε θέλω αλλά μάλλον με θες πιο πολύ,ειρωνία...;
Όλες οι κουβέντες ,απόψε, τόσο βαριές
που γέρνει η γη προς το μέρος μου
  • Και ένας ήχος από νταούλια να βαράνε,εμένα
  • Στην απόχη μας, καλό μου παιδί
  • Με σπρώχνει πιο χαμηλά
  • Αστείο και γέλασες
Όλα τα δάκρυα,απόψε, τόσο ψεύτικα
κυλάνε από τα μάτια στο μέτωπο
  • Δαγκώνω τα μάγουλά μου
  • Γερμένος ,βρεγμένος
  • Βρίσκω ,μα δεν ψάχνω, κουκίδες στο μπεζ παντελόνι μου
  • Σιχαίνομαι ακόμα και τη γεύση σου
  • Τα επιδόρπια μου
  • Τις παραδόσεις σου
ακατέργαστα απλοί όπως μού γνεψε και ένας φίλος
που με έσωσε ,απόψε,από βέβαιο πνιγμό