Πέμπτη, Αυγούστου 31

οι ΚαλεσμενοΙ ΜΟΥ ηταν Επτα - Η ΖΑΒΟΛΙΑ

Δύναμη του φωτός
Αγγελική διαμάχη, διάβολε
Με σπαθιά και πάπυρους
Κάτω από το δαχτυλίδι του ο Υπένθιμος άφησε ένα χαρτί διπλωμένο προσεκτικά.
Τα γράμματα είναι και των επτά. Ένα ένα ξεχωριστά. Γραφικοί χαρακτήρες και στάχτες να μπερδεύονται καθώς το διαβάζω.
Κάρμα, ευθύνες, εικόνες και συμπτώσεις
Υποψίες, φόβοι και αφορμές
Τα χέρια μου πιο γερασμένα από ποτέ, σχεδόν νεκρά, ασυγκράτητα, δεν αντέχουν το βάρος, βαραίνουν οι λέξεις, το μελάνι γίνεται πέτρα, πέτρα έκανα την καρδιά μου για να στη χαρίσω.
Ποια νύχτα να τα χωρέσει;
Να τα παλέψει και να τα λυτρώσει;
Τα χέλια σταμάτησαν να ψευδίζουν και μόνο μπλέκονται στις σωρούς, είναι πιο δυνατά και φορούν όλα τους στέμμα. Οι ώμοι μου πονούν.
Πόσο έτοιμος να σταθείς;
Με το μέτωπο ψηλά;
Και πόσο φως να αντέξουν τα μάτια και η ψυχή σου;
Έχουν δίκιο. Η Δύναμή μου χάνεται. Νιώθω σκλαβί των βασιλιάδων που κομπολύνονται μπροστά μου, κορδώνονται.
Μέσα σου ένας πόλεμος
Δίκαιος μα άνισος
Φωτεινός μα μαύρος
Είναι η απόγνωση. Βουβά με καταπίνει. Οι άνεμοι κοιμήθηκαν, η άμμος μου κρύωσε, οι λέξεις πέφτουν από το χαρτί όσο τις διαβάζω, σκληραίνουν, βότσαλα καταλήγουν, καταλήγουν. Το χαρτί γίνεται ελαφρύτερο, όλο και πιο πολύ όσο οι λέξεις τελειώνουν.
Μια μάχη και απόψε
Μάλλον και μια ήττα
Μα είναι από τους πολέμους
που μια νίκη αρκεί
Πέφτουν, πέφτουν τα βότσαλα. Κλατς, τσακ…τα χέλια μοιάζουν να ενοχλούνται από τον ήχο. Σηκώνω το βλέμμα. Με κοιτούν. Είναι σε απόγνωση. Βουβά τα καταπίνει. Με φοβούνται.
Διδάξου τη νίκη
Η σοφία του Ενός και Πολλαπλού
Ήταν η ευχή τους ίσως και η νίκη μου. Και άρχισα να ψελλίζω ειρωνικά...
Καίοντας Καίοντας Καίοντας Καίοντας
Ω Κύριε απέσπασάς με
Ω Κύριε απέσπασας
Καίοντας
Σας έρχομαι γλυκά μου. Δεν με μετρήσατε σωστά. Σας βλέπω.
Τι; Τι; Τι με κοιτάτε ζαβολιάρικα όντα;
Με βλέπετε; Έρχομαι!
Τώρα εγώ σας αγκαλιάζω. Τι;
Πολύ δυνατά; Θα πνιγείτε;
Αχ..τα καημένα…Απεσπάσας με…Τώρα λάμπω

Ο αέρας το πρωί σκόρπισε τις στάχτες της νίκης μου.
Της νίκης μου…σιγά, ζαβολιάρικα όντα.

Δευτέρα, Αυγούστου 28

οι ΚαλεσμενοΙ ΜΟΥ ηταν Επτα - Ο ΧΟΡΟΣ

Κουρέλια όλοι, απλωμένα στο φως που σβήνει, κοιτάμε ο ένας τον άλλον, μα σαν να στερεύουν οι συζητήσεις. Μη με ρωτάτε τι είπαμε, τι κάναμε, είναι μυστικό μεταξύ φίλων και ορκίζομαι να μη πω κουβέντα, κουβέντες πολλές ειπώθηκαν για πράγματα γνωστά σε όλους μας, μυστικά κανείς δεν κρύβει. Μπορώ όμως τούτο να πω…
Οι λέξεις έγιναν πουλιά και πέταξαν πιο ψηλά και από το βλέμμα μου, που τώρα είναι θολό. Οι φράσεις, οι διάλογοι, ξιφομαχίες σε ένα άγριο μεθύσι που όλοι βγήκαμε λαβωμένοι. Το αίμα μας έγινε καπνός, οι πληγές μας αργοκλείνουν πάλι, ψήνονται με αλάτι και φωτιά.
Ο Εσωπρεπής ξέρει. Σηκώνεται να ανάψει τη φωτιά, φωτιά ήθελα και μάζευα ξύλα, να ναι στεγνά, ξερά, ιερά και όμορφα για ετούτη τη γιορτή. Τους είχα ζητήσει μια κατάρα και μια ευχή. Ήρθε η ώρα.
Κάθομαι στην άμμο και κοιτάζω τις φλόγες να μασάνε το οξυγόνο και τις Αναμνήσεις μας. Γίνονται χέλια και τυλίγονται γύρω γύρω από τη ζωή μας ,τη σφίγγουν και δυναμώνουν. Οι πληγές μας αχνίζουν ακόμα και η πυρά γίνεται φαρδιά, ξανοίγει μια μεγάλη αγκαλιά. Πολλαπλός γίνομαι και ένας, ένας και πολλαπλός, τα χέλια μου ψιθυρίζουν…

Καίοντας Καίοντας Καίοντας Καίοντας
Ω Κύριε απέσπασάς με
Ω Κύριε απέσπασας
Καίοντας


Σηκώνονται και οι επτά. Όρθιοι γύρω από την πυρά και ακούν τα χέλια που ψευδίζουν. Ηδονικά. Θέλω να σωθώ.
Η κατάρα του καθενός για μένα είναι ο άλλος.
Ο διπλανός ή ο απέναντι…ή και ο ίδιος.
Σύρατε τον χορό!
Καίοντας Καίοντας…Ένας ένας!
Καίοντας…Δεθείτε!
Καίοντας…
Ω Κύριε…Βουτήξτε στην αγκαλιά που σας καλεί…που εσείς ορίσατε για κατάρα!
Απέσπασάς με…Τραγουδήστε πιο δυνατά! Ακόμα ακούω μόνο τα χέλια!
Ω Κύριε…Φωνάξτε!
Απέσπασας…Ρουφήξτε τη τελευταία σας ανάσα!
Καίοντας.
Σσσσσσς….

Τα χέλια ψευδίζουν και χορταίνουν. Καθισμένος εκεί, πολλαπλός και ένας σιγοψιθυρίζω μαζί τους…μόνο εγώ.

Σάββατο, Αυγούστου 26

οι ΚαλεσμενοΙ ΜΟΥ ηταν Επτα - Η ΑΦΙΞΗ

Και έγιναν όλα κατά τας γραφάς. Οι λέξεις πήραν σχήμα, μαζεύτηκαν, τεντώθηκαν, ένα ακορντεόν και μια φιγούρα, οι αναπνοές συχνές και οι σκιές ολοστρόγγυλες. Ο αέρας φύσηξε, μετακίνησε μόρια από πάνω μας, πάνω στα κορμιά μας, μαζί με φως μας δίψασε. Ήρθανε.

Η παράσταση κουρδίστηκε και χτύπησε ο εναρκτήριος παφλασμός. Δεν ήταν όλοι συνεπείς.



Υπένθιμος. Έφτασε πρώτος και συνεπής. Είναι από τους φίλους που γνωρίζω λιγότερο. Τον καλωσόρισα με μια κραυγή αγάπης και νοσταλγίας. Έχω τόσο καιρό να τον δω. Με έσπρωξε στο νερό, για να συνέλθω λέει. Ηλίθιος. Δεν μου έλειψε καθόλου τελικά απλά τον χρειάζομαι πιο πολύ απ’όλους για να κρατάει τις ευθείες παράλληλες, παράλληλα συντονισμένες με την επιβίωσή μου. Τα διάφανα σχεδόν ρούχα του σκούραιναν στο φως και άφησε στο τραπέζι το δαχτυλίδι που εμπόδιζε τους ελεύθερους παλμούς του.
Εσωπρεπής. Η ψυχή της παρέας. Ο άνθρωπος μου. Όταν ήταν μικρός κοιμόταν παντού και ήθελε μόνο να σκέφτεται. Δεν έπαιζε ποτέ μαζί μας γιατί είχε καλύτερα πράγματα να κάνει. Τον καλωσόρισα με μια κραυγή αγάπης. Μου χαμογέλασε. Γοητευτικότερος όλων. Έγνεψε στον Υπένθιμο ένα γεια και κάθισε στη παραλία δίπλα στις κανάτες, να βουτάει τις σκέψεις του στο νερό. Γράφει εδώ και δέκα χρόνια ένα βιβλίο και δεν βρίσκει πώς να το αρχίσει. Μόνο το τέλος έχει γράψει. Αυτό τον ενδιαφέρει. Το φως δεν τον διαπερνάει, αυτός βουτάει μέσα του, καταμέσα του.
Ηδόνοικος. Με γόνατα ματωμένα και μάτια φωτεινότερα από αυτά των μονόκερων κάλπασε κοντά μας. Με φίλησε στο στόμα. ΄΄Αδυνάτισες΄΄ μου είπε….και…’’κόψε επιτέλους τα μαλλιά σου’’. Έπιασε ένα τσαμπί σταφύλι, το ζούλιξε και άρχισε να καταβρέχει του άλλους δύο. Χα χα χα…είναι τόσο αστείος, αστεία σαν κάνει. Ξέρω ότι θα φύγει πρώτος απ’ όλους αλλά τουλάχιστον αυτός όταν όντως σταματήσει να περνάει καλά, αποχωρεί και δεν το προσπαθεί μέχρι να σαπίσει.
Δημιεργός και Οκνήμερος. Κατέφθασαν μαζί. Έτσι για να μας θυμίζουν πως η αποτυχία του ενός στηρίζεται στην γνωριμία του με τον άλλον. Και πάντα έλεγα πως ο Δημιεργός είναι ο φίλος μου, ο πιο εντυπωσιακός, εντύπωσή μου ήταν αφού παρασύρεται τόσο εύκολα από τον ΄΄άλλον΄΄. Και το ίδιο μητρικό γάλα να έπιναν, δεν θα έφτυναν με τον ίδιο τρόπο! Τροπικά μαυρισμένοι και οι δύο, αφού ο πατέρας τους, έχω ακούσει πως είναι ο ίδιος ο Ήλιος του ενός, ο άλλος ο Ήλιος του άλλου. Στο πηγαδάκι τους δεν χωρούσε κανείς…και αν μίλαγες…ηχώ θα άκουγες γιατί έχει στερέψει και απλά το αγνοούν.
Επεύθυμος. Τον βλέπω και τρομάζω. Δεν ξέρω από πού θα χτυπήσει, τι κρύβεται πίσω από αυτό το χαμόγελο, που μοιάζει τόσο με κλάμα. Με κρατάει στη τσίτα. Υπόγειος και τόσο αθώος, αθώα σε σκοτώνει και σε κόβει σε χίλια δυό κομμάτια. Πως τα καταφέρνει όμως και όλοι τον συμπαθούνε…Μιλάει σε όλους σαν να τους είδε μόλις χθες και παρά τις οδηγίες μου, ποτέ μα ποτέ δεν υπακούει, έφερε ένα καλάθι με λωτούς. Ο Ηδόνοικος πρώτος τρέχει να τους αρπάξει και πετάει δυο, τρεις στον σιωπηλό Εσωπρεπή.
Οπτιβάμων. Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε…Με το που καταφτάνει, τελευταίος όπως πάντα, τα βλέμματα πέφτουν πάνω του και μετά τριγύρω. Όλοι κάτι έχουν εναντίον του…ακόμα και ο Επεύθυμος. Τους έχει ξεγελάσει…με τον τρόπο του. Όλους. Γι’ αυτό τον καλώ πάντα. Είναι η ζωντανή απόδειξη της ψευθαίσθησης. Εκεί που όλα χάνονται είναι εκεί αυτός και σε κρατάει, σε κρατάει και όλα χάνονται. Αλλά σε είχε πείσει πως δεν θα συνέβαινε. Και πονάς πιο πολύ. Αλλά ζεις. Είναι πάντως τελείως μαλάκας. Τον λατρεύω. Κυρίως γιατί, κομπλάρει όλα τα υπόλοιπα λιγούρια.

Παρασκευή, Αυγούστου 25

οι ΚαλεσμενοΙ ΜΟΥ ηταν Επτα - Η ΙΔΕΑ

Μύριζε κομμένη, φρεσκοκομμένη τομάτα, και τους σκέφτηκα. Ο αέρας γαλάζιος, αν τον ζωγράφιζες θα ήταν μια εργασία μάλλον ύπουλη, με ακτίνες φωτός να αντανακλώνται στη σκόνη, στην άμμο που αιωρείται. Εκεί που σκάει το κύμα, που άλλοτε θα έκλαιγα, θα στήσω ένα τραπέζι ορθογώνιο και θα πετάξω επάνω του καραβόπανο να ζαρώνει παντού, να αφρίζει. Θα τους καλέσω να φάμε φρούτα, ακουμπισμένα σε μεγάλες πορσελάνινες φρουτιέρες εκεί που παλεύουν τα πινέλα να χτίσουν ένα σταφύλι με μια απέλπιδα προσπάθεια κάθε φορά. Θα γυαλίζουν πιο πολύ από τα φρούτα, πιο πολύ από την θάλασσα, θάλασσα και αλμύρα, θα διψάσουν. Θα σερβίρουν η μία κανάτα νερό, η άλλη κρασί, βυθισμένες στην άμμο κοντά στο σκάσιμο να είναι δροσερές και φωτισμένες. Και θα τις βάλω στο τραπέζι λίγο πριν έρθουνε.
Θέλω να είναι μεσημέρι. Τα λευκά να λευκαίνουν και οι σκιές να είναι στρογγυλές, να τις πατάς από παντού. Εκεί που βλέπω ν’ αγκαλιάζονται θαλασσολούλουδα λιλά, λιγνά θαλασσοπούλια να πετάνε από πάνω μας. Θα μαζέψω και κοχύλια, βότσαλα από την αγαπημένη μου παραλία να τα ξαπλώσω στο τραπέζι. Ξυπόλυτοι, θέλω, να έρθουν. Να κρατάνε μόνο μια ευχή και μια κατάρα. Και να έχουν βλέμμα καθαρό, ό,τι κοιτούν να μοιάζει διάφανο και μαλακό…σκέφτομαι, μαλλί της γριάς να κολλάει στα τοιχώματα του μυαλού τους.
Οι δικοί μου καλεσμένοι είναι οι πιο φωτεινοί μου.
Οι δικοί μου καλεσμένοι είναι οι πιο σκοτεινοί μου.
Όλοι θα είναι εδώ, στο σκηνικό που έστησα. Θα έχουν μάθει απ’ έξω τους μονολόγους τους αλλά εγώ θα τους ζητήσω να αυτοσχεδιάσουνε. Να μου χορέψουν έναν μπάλο, να μπλεχτούν όπως η ψάθα στις καρέκλες που θα κάθονται. Πάνω στις στροφές να αλλάζουν παρτενέρ, να χαμογελούν δήθεν αμήχανα και να ιδρώνουν στη ντάλα, να σκοντάφτουν.
Οι δικοί μου καλεσμένοι θα είναι επτά. Τους περιμένω στις 16:30. Χωρίς ρολόγια. Οι σφυγμοί τους θα χτυπάνε στις άκρες των δαχτύλων τους και θα είναι έτοιμοι να λογομαχήσουν.
Κοιτάζω ψηλά.
Ήλιε, θα τους καψαλίσεις;
Έτσι για να μάθουν οι ζαβολιάρηδες!
Κοιτάζω ψηλά.
Κανένας.
Ας μαζευτούμε εδώ κάτω λοιπόν.

Τρίτη, Αυγούστου 22

ΑΠΑΤΕς Ο,ΤΙ ΖΩ ΚΡΥΒΟΜΑΙ ΠΥΡΟΒΟΛΕΙΣΤΕ ΜΕ ΝΑ ΣΠΑΣΩ ΤΗ ΣΙΩΠΗ ΜΟΥ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΜΟΥ ΝΑ ΔΙΝΟΜΑΙ ΑΚΓΑΛΙΑΣΕ ΜΕ ΚΙ ΑΣ ΙΔΡΩΣΕς ΓΛΙΣΤΡΑΩ ΜΗ ΜΕ ΑΦΗΣΕΙς ΠΕΡΙΘΑΛΨΕ ΜΕ ΚΑΙ ΣΥΡΜΑΤΑ ΚΟΨΕ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΧΤΥΠΑΩ ΣΤΑ ΣΚΑΜΜΑΤΑ ΣΤΙς ΜΑΛΑΚΙΕς ΠΟΥ ΚΑΝΟΥΝ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ ΠΗΧΤΟ ΤΣΙΜΕΝΤΟ ΧΤΙΖΕΙ ΑΠΑΤΕς ΚΑΙ ΣΚΑΤΑ ΚΟΡΟΪΔΙΑ ΣΕ ΓΑΜΗΣΑ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ ΣΕ ΕΝΑ ΤΖΑΜΙ ΛΙΩΜΕΝΟς ΝΑ ΤΡΕΧΩ ΝΑ ΚΥΛΑΩ ΣΤΑ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΑΡΝΗΣΕΙς ΣΤΑΥΡΩΝΩ ΝΙΠΤΩ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΡΓΕΙ ΣΕ ΡΩΤΑΩ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΝΟΗ ΜΟΥ ΘΕΛΕΙ ΔΥΝΑΜΗ ΠΟΥ ΣΤΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΔΥΝΑΜΗ ΔΥΝΑΜΗ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΙ ΤΣΙΜΕΝΤΟ ΝΑ ΡΙΞΩ ΣΤΙς ΑΡΝΗΣΕΙς ΤΙς ΓΑΜΗΜΕΝΕς ΑΥΤΑΠΑΤΕς ΠΟΥ ΜΕ ΚΡΥΒΟΥΝ ΠΟΥ ΠΗΖΟΥΝ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ ΚΑΙ ΜΠΟΥΚΩΝΩ ΘΕΛΩ ΝΑ ΕΚΡΑΓΩ ΝΑ ΠΕΤΑΧΤΩ ΚΑΙ ΝΑ ΜΕ ΛΟΥΣΤΕΙΤΕ ΟΛΟΙ ΚΑΙ ΝΑ ΓΟΥΣΤΑΡΩ ΠΟΥ ΘΑ ΚΡΕΜΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΣΑς ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΕΧΩ ΜΕΣΑ ΜΟΥ

Κυριακή, Αυγούστου 20

Δεν ξέρω,ξέρεις...δεν ξέρω.
Το ανυπότακτο είναι το κυρίαρχο.
Αφηνίασα σε ώρες, σε λεπτά.
Κυλιέμαι στις προσευχές να μάθω.
Έι, παιδάκι!
ο
Δεν ξέρεις,ξέρω...δεν ξέρεις.
Κυρίαρχο είναι το απόλυτο.
Σε ώρες είτε σε λεπτά, αδάμαστο.
Κυλιέσαι στο σώμα μου να μάθεις.
Έι, παιδάκι!
ο
Κανένα παραμύθι δεν θα σε φάει...
...παρά μόνο αν δεν το ζήσεις
...παραμόνο αν το πιστέψεις
ο
θα σε κάψει, παιδάκι!

Τρίτη, Αυγούστου 8

Δευτέρα, Αυγούστου 7


κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα...

Σάββατο, Αυγούστου 5

Ήμουν ένα παιδί που του άρεσε να ζωγραφίζει χέρια.
Και έλεγα πάντα στον εαυτό μου:
‘’Είσαι ανίκανος’’

Πρόσωπα χωρίς οστά
Πουλιά δίχως πόδια
Λουλούδια γεμάτα φύλλα
Σύννεφα στο κενό
Γερασμένες ασπρόμαυρες μισοτελειωμένες φιγούρες
Γραμμές και σχήματα, αγκύλες και παρενθέσεις


Ποτέ μα ποτέ δεν ολοκλήρωσα κάτι εκτός από τις σκέψεις μου.

Είμαι άραγε ακόμη ένα παιδί ανίκανο που νομίζει πως ολοκληρώνει έστω τις σκέψεις του; Μα και αν αυτό ήταν αλήθεια γιατί σταματάω πάντα τη στιγμή που σκεφτ….

Γέρνω συχνά στον ώμο μου και κλαίω γιατί δεν πιστεύω πια πως είμαι ανίκανος αλλά καταδικασμένος να ζω σε παρενθέσεις και να ματώνω σε αγκύλες.

Είμαι ένα παιδί που έχει ξεχάσει πόσο του αρέσει να ζωγραφίζει χέρια και έχει πάψει να θεωρεί τον εαυτό του ανίκανο.

Και αυτό απλάμε λυπεί

τα χέρια αγκαλιάζουν και συνθλίβουν...ανθρώπους, έντομα



Πέμπτη, Αυγούστου 3

Κύριε, σε παρακαλώ, προστάτεψέ με
Δώσε μου τη Δύναμη να γίνω Φως
Μέσα από το Σκοτάδι να περάσω
Και να αντέξω
Την απουσία της μορφής
Πίστη στις Αναμνήσεις
Πίστη στο Φως μου
Αντί της Πειθαρχίας και του Απόλυτου
πρόσταξέ με να αυθαδιάζω
Ο
Κύριε, σε παρακαλώ, κέρασέ με Φωτιά
που καίει και ανοίγει τις Πληγές
Μέσα από τον Πόνο να γελάω
Και μοίρασέ με
Σπάσε με σε χίλια δυό κομμάτια
Σκορπισέ με με Δύναμη
Να μάθω πως πετούν οι Πεταλούδες
και πως πονούν όταν τις συνθλίβω
Ο
Κύριε, σε παρακαλώ, κάνε στην άκρη
Άφησέ με να περάσω και να προσπεράσω
Πρώτος να σταθώ στην αρένα
με τους λέοντες και τα αποφάγια
Μαχαίρωσέ με στη πλάτη
Να μάθω να εκτιμώ
Την Πίστη στην Αγάπη
Και να αρνούμαι κάθε αυγή
την ευκολία
Ο
Το έλεός σου, κύριε, καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της Ζωής Μου