Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 25

κάπου εδώ όλα τελειώνουν για το Just Watch Me Burn

μέχρι να στεγνώσω από τα δάκρυα και να αναφλεχθώ ξανά,
.
.
θα βασανίζομαι στο Praxis Vias

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 14

Κραυγή Ελευθερίας...Μου

δεμένος σε ένα κατάρτι,
αδύναμος να σε βοηθήσω
σε βλέπω να βασανίζεσαι
και είμαι τόσο ανήμπορος
οι Μελωδίες σε ξεκουφαίνουν
και τα νερά,
που αύριο θα σε ξεβράσουν;
θα ήθελα να σε ξέρω πιο καλά
να ήξερα τι να σου φωνάξω
πως να δαμάσω την ορμή της ζωής σου;
δεμένος σε κοιτάω
μια δίνη στο μυαλό σου
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
τα χρώματα μπερδεύτηκαν
και θες να τα ξεπλύνεις
είσαι μακριά μα σε βλέπω
να ήμουν πιο κοντά σου
να σε ήξερα παραπάνω
να ήμουν πιο κοντά σου
και φοβάμαι, σαν τρελός εγωιστής,
να μη σε χάσω
όχι πως σε έχω
τον άνεμο δεν τον αποκτάς
δεν ξέρω πως να σε βοηθήσω
γιατί δεν ξέρω πως και αν
θες να σωθείς
οι Μελωδίες είναι τρέλα
και όσο περισσότερες
τόσο το χειρότερο
θέλω να σε προλάβω
να προλάβω να ζήσω μαζί σου όσα θά θελα
να σου πω όσα μου 'ρχονται
να χορέψουμε μαζί ένα βαλς στο φεγγάρι
να φάμε πρωινό στον Πλούτωνα
δεμένος και ζαλισμένος
κι εσύ μακριά
γύρνα και χαμογέλα μου
μπορεί εγώ να είμαι αυτός
που χρειάζεται τη δική σου βοήθεια
...................................................................................παλιά
.
.
μπορεί;...εγώ είχα ανάγκη τη βοήθειά σου, γύρισες την πλάτη
σήμερα αποφάσισα να σε αγαπήσω για δεύτερη φορά
λύθηκα μόνος και σε συγχώρεσα για όλα, για όσα
οι πεταλούδες πετάνε πάνω από τον ωκεανό μου, τις άφησα
και οι Μελωδίες τις ακολουθούν
με το κατάρτι χαράζω στην άμμο
''σ'ευχαριστώ''
..................................................................................σήμερα

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 11

''in your room''

σε ένα δωμάτιο που μύριζε μυστικά
έκλεισα όλα τα όνειρά μου



πεταλουδες
εντομα
τρομακτικα
αγγιζουν
λαβωνουν
ονειρα
υποσχεσεις
δαχτυλα
Αναμνησεις



και αν κρύωνα άναβα το αερόθερμο
και ένα τσιγάρο για να με βγάζεις φωτογραφίες
και να βάζεις λεζάντες ''in my room''
και να τις στέλνεις με email
και να τις βρίσκω ακόμα
γιατί δεν τις έσβησα.
Έσβησα το αερόθερμο πριν φύγω
το τσιγάρο πριν ξαπλώσω
αλλά τις φωτογραφίες τις άφησα αναμμένες

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 9

Αν νΑ

Άσε με μόνο μου
αφοσίωση στην ύπαρξη
του καθενός θα δείξει
μόνο ο καθρέφτης του
να χιλιοραγίζω, να κρυφοσπάω
αν χιλιοραγίζω, αν κρυφοσπάω
αν χιλιοραγίζω, να κρυφοσπάω
να χιλιοραγίζω, αν κρυφοσπάω

ήθελες έναν καθρέφτη εκεί
κι εγώ, για να βλέπω
αυτό που έβλεπαν και οι άλλοι
Αν νΑ με είδες απόψε

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 6

οι ΚαλεσμενοΙ ΜΟΥ ηταν Επτα -ΕΙΝΑΙ ΕΠΤΑ

Η θάλασσα με έφτυσε στην άκρη των δακρύων μου. Φυσαλίδες ανακατεύονται με το μπλε και ζάχαρη και μυρωδιά, ιώδιο, αλμυρό και εξάντληση και ξαφνικά φως και φυσαλίδες.
Αδύναμος. Εξαντλημένος. Και περικυκλωμένος από κύκλους και διαγώνιους ,στον λαβύρινθο πανικός και αστάθεια, νερό και δίψα. Η παρτίδα μου έλαβε τέλος, τέλος και στο γυαλί βρήκαν οι φλέβες μου που τώρα είναι σφριγηλές, δυνατές, ολόκληρες χτυπούν και αντιδρούν στα χρώματα.
Η παραλία μου άδεια και στεγνή. Στέγνωσαν οι σκέψεις μου ,ξυπνήσανε οι ανάσες. Θέλω να χάνομαι. Τα γόνατά μου κομμένα με νήματα τυλιγμένα, θρύψαλα οι κνήμες , οι μνήμες από ατσάλι. Βέλη βουτηγμένα στο αίμα και ένας χιτώνας με τυλίγει και μου καίει τη σάρκα.
Στον ήλιο. Εκεί. Εκεί είμαι. Και στη θάλασσα. Διψάω και πονάω.
-Περίσσεψες;
Μια φωνή. Μια αντίδραση. Δράση. Αναξιόπιστη. Παλεύω να κοιτάξω.
-Περίσσεψες;
-Ναι, περίσσεψα.
Είναι εκείνη. Πλουμιστά περιττή. Αφόρητα όμορφη και άδικη…άδικα.
-Αφού περίσσεψες, περισώσου!
-Διψάω.

-Εκεί, μου δείχνει και την τρέμω, στην άκρη. Καταλήγει το ποτάμι της Λησμονιάς.
-Πεινάω.
-Θα σου κόψω τομάτες.
-Προσευχήσου για μένα!
-Ο θεός να σε έχει καλά.
-Μη τον μπλέκεις!
-Μη μου το ζητάς…Στον ποταμό έλα να πιεις…θα σου αφήσω και να φας…εκεί
-Σήκωσέ με!
-Όχι. Έλα όποτε μπορείς. Μόνος σου.
Φυσαλίδες στο αίμα μου. Οι αρτηρίες με γαργαλάνε. Καταλήγει στα δάχτυλά μου και χτυπάει στην άμμο, ένας μικρός σεισμός, και…σαν να με πετάει στον αέρα, στα δυό μου πόδια στέκομαι που είναι σαν μωρού.

Ψυχή με γερασμένα χέρια και πόδια βρεφικά…κουτρουβαλώντας σχεδόν έφτασε δίπλα στο ποτάμι. Μύριζε κομμένη…φρεσκοκομμένη τομάτα…και τους θυμήθηκα.

Διψάω χρόνια τώρα…

Πέμπτη, Αυγούστου 31

οι ΚαλεσμενοΙ ΜΟΥ ηταν Επτα - Η ΖΑΒΟΛΙΑ

Δύναμη του φωτός
Αγγελική διαμάχη, διάβολε
Με σπαθιά και πάπυρους
Κάτω από το δαχτυλίδι του ο Υπένθιμος άφησε ένα χαρτί διπλωμένο προσεκτικά.
Τα γράμματα είναι και των επτά. Ένα ένα ξεχωριστά. Γραφικοί χαρακτήρες και στάχτες να μπερδεύονται καθώς το διαβάζω.
Κάρμα, ευθύνες, εικόνες και συμπτώσεις
Υποψίες, φόβοι και αφορμές
Τα χέρια μου πιο γερασμένα από ποτέ, σχεδόν νεκρά, ασυγκράτητα, δεν αντέχουν το βάρος, βαραίνουν οι λέξεις, το μελάνι γίνεται πέτρα, πέτρα έκανα την καρδιά μου για να στη χαρίσω.
Ποια νύχτα να τα χωρέσει;
Να τα παλέψει και να τα λυτρώσει;
Τα χέλια σταμάτησαν να ψευδίζουν και μόνο μπλέκονται στις σωρούς, είναι πιο δυνατά και φορούν όλα τους στέμμα. Οι ώμοι μου πονούν.
Πόσο έτοιμος να σταθείς;
Με το μέτωπο ψηλά;
Και πόσο φως να αντέξουν τα μάτια και η ψυχή σου;
Έχουν δίκιο. Η Δύναμή μου χάνεται. Νιώθω σκλαβί των βασιλιάδων που κομπολύνονται μπροστά μου, κορδώνονται.
Μέσα σου ένας πόλεμος
Δίκαιος μα άνισος
Φωτεινός μα μαύρος
Είναι η απόγνωση. Βουβά με καταπίνει. Οι άνεμοι κοιμήθηκαν, η άμμος μου κρύωσε, οι λέξεις πέφτουν από το χαρτί όσο τις διαβάζω, σκληραίνουν, βότσαλα καταλήγουν, καταλήγουν. Το χαρτί γίνεται ελαφρύτερο, όλο και πιο πολύ όσο οι λέξεις τελειώνουν.
Μια μάχη και απόψε
Μάλλον και μια ήττα
Μα είναι από τους πολέμους
που μια νίκη αρκεί
Πέφτουν, πέφτουν τα βότσαλα. Κλατς, τσακ…τα χέλια μοιάζουν να ενοχλούνται από τον ήχο. Σηκώνω το βλέμμα. Με κοιτούν. Είναι σε απόγνωση. Βουβά τα καταπίνει. Με φοβούνται.
Διδάξου τη νίκη
Η σοφία του Ενός και Πολλαπλού
Ήταν η ευχή τους ίσως και η νίκη μου. Και άρχισα να ψελλίζω ειρωνικά...
Καίοντας Καίοντας Καίοντας Καίοντας
Ω Κύριε απέσπασάς με
Ω Κύριε απέσπασας
Καίοντας
Σας έρχομαι γλυκά μου. Δεν με μετρήσατε σωστά. Σας βλέπω.
Τι; Τι; Τι με κοιτάτε ζαβολιάρικα όντα;
Με βλέπετε; Έρχομαι!
Τώρα εγώ σας αγκαλιάζω. Τι;
Πολύ δυνατά; Θα πνιγείτε;
Αχ..τα καημένα…Απεσπάσας με…Τώρα λάμπω

Ο αέρας το πρωί σκόρπισε τις στάχτες της νίκης μου.
Της νίκης μου…σιγά, ζαβολιάρικα όντα.

Δευτέρα, Αυγούστου 28

οι ΚαλεσμενοΙ ΜΟΥ ηταν Επτα - Ο ΧΟΡΟΣ

Κουρέλια όλοι, απλωμένα στο φως που σβήνει, κοιτάμε ο ένας τον άλλον, μα σαν να στερεύουν οι συζητήσεις. Μη με ρωτάτε τι είπαμε, τι κάναμε, είναι μυστικό μεταξύ φίλων και ορκίζομαι να μη πω κουβέντα, κουβέντες πολλές ειπώθηκαν για πράγματα γνωστά σε όλους μας, μυστικά κανείς δεν κρύβει. Μπορώ όμως τούτο να πω…
Οι λέξεις έγιναν πουλιά και πέταξαν πιο ψηλά και από το βλέμμα μου, που τώρα είναι θολό. Οι φράσεις, οι διάλογοι, ξιφομαχίες σε ένα άγριο μεθύσι που όλοι βγήκαμε λαβωμένοι. Το αίμα μας έγινε καπνός, οι πληγές μας αργοκλείνουν πάλι, ψήνονται με αλάτι και φωτιά.
Ο Εσωπρεπής ξέρει. Σηκώνεται να ανάψει τη φωτιά, φωτιά ήθελα και μάζευα ξύλα, να ναι στεγνά, ξερά, ιερά και όμορφα για ετούτη τη γιορτή. Τους είχα ζητήσει μια κατάρα και μια ευχή. Ήρθε η ώρα.
Κάθομαι στην άμμο και κοιτάζω τις φλόγες να μασάνε το οξυγόνο και τις Αναμνήσεις μας. Γίνονται χέλια και τυλίγονται γύρω γύρω από τη ζωή μας ,τη σφίγγουν και δυναμώνουν. Οι πληγές μας αχνίζουν ακόμα και η πυρά γίνεται φαρδιά, ξανοίγει μια μεγάλη αγκαλιά. Πολλαπλός γίνομαι και ένας, ένας και πολλαπλός, τα χέλια μου ψιθυρίζουν…

Καίοντας Καίοντας Καίοντας Καίοντας
Ω Κύριε απέσπασάς με
Ω Κύριε απέσπασας
Καίοντας


Σηκώνονται και οι επτά. Όρθιοι γύρω από την πυρά και ακούν τα χέλια που ψευδίζουν. Ηδονικά. Θέλω να σωθώ.
Η κατάρα του καθενός για μένα είναι ο άλλος.
Ο διπλανός ή ο απέναντι…ή και ο ίδιος.
Σύρατε τον χορό!
Καίοντας Καίοντας…Ένας ένας!
Καίοντας…Δεθείτε!
Καίοντας…
Ω Κύριε…Βουτήξτε στην αγκαλιά που σας καλεί…που εσείς ορίσατε για κατάρα!
Απέσπασάς με…Τραγουδήστε πιο δυνατά! Ακόμα ακούω μόνο τα χέλια!
Ω Κύριε…Φωνάξτε!
Απέσπασας…Ρουφήξτε τη τελευταία σας ανάσα!
Καίοντας.
Σσσσσσς….

Τα χέλια ψευδίζουν και χορταίνουν. Καθισμένος εκεί, πολλαπλός και ένας σιγοψιθυρίζω μαζί τους…μόνο εγώ.